μονομερίς

μονομερίς
επίρρ. χρον., σε μια μόνο μέρα, στη διάρκεια μιας μέρας: Καθάρισε όλο το διώροφο σπίτι μονομερίς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μονομερίς — επίρρ. σε μία μόνη μέρα, μέσα στην ίδια μέρα, αυθημερόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μέρα κατά τα επιρρμ. σε ίς (πρβλ. αποβραδ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • -ίς — (Μ ίς) κατάλ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία εμφανίζεται σε επιρρ., κυρίως χρονικά.Παραδείγματα λ. σε ίς είναι: αποβραδίς, αποκαινουργίς, αποσπερίς, κοντοβραδίς, κοντολογίς, μεσονυχτίς, μεσοχρονίς, μονομερίς, μονοστιγμίς, μονοχρονίς,… …   Dictionary of Greek

  • αυθημερόν — (AM αὐθημερόν, Α και αὐθήμερα και αὐτημερόν, ιων. τ.) [αυθήμερος] μέσα στην ίδια μέρα, μονομερίς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”